- περιτομῆς
- περιτομεύςshoemaker's knifemasc nom plπεριτομεύςshoemaker's knifemasc nom/voc plπεριτομήcircumcisionfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιτόμης — περί τομάω need cutting pres ind act 2nd sg περί τομάω need cutting imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιτομή — Θρησκευτική πρακτική, που συνίσταται στην κοπή του χαλινού της πόσθης ή στην εκτομή ολόκληρης της πόσθης. Η π., που ήταν γνωστή από αρχαίους πολιτισμούς, όπως ο αιγυπτιακός, εφαρμόζεται σήμερα στην εβραϊκή θρησκεία, τον Ισλαμισμό, σε μερικές… … Dictionary of Greek
обрѣзаниѥ — ОБРѢЗАНИ|Ѥ (48), ˫А с. 1.Действие по гл. обрѣзати 1 в 1 знач. Перен.: по си(х) наѹчи в цр҃кви по очищеньи злы(х) дѣ˫аньи. по обрѣзаньи лукавы(х) помыслъ. (περιτμηϑήσῃ) ГБ XIV, 13в; || наказание (урезание носа): Аще кто с мужатою женою. с кумою… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
обрѣзанъ — (10) прич. страд. прош. к обрѣзати 1. 1.В 1 знач.: чл҃вци мертви и живи. обрѣзани болшiми частми телесе. (ἠ κρωτηριασμένοι) ГБ XIV, 96г; не въскопану быти [винограднику] ни ѡбрѣзану но быти всѣ(м) на расхыщенье. и на ѡбщее руганье. (μηδὲ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
δοξαράς — I Επώνυμο επτανησιακής οικογένειας με καταγωγή από τη Μάνη, μέλη της οποίας υπήρξαν γνωστοί ζωγράφοι, κληρικοί και στρατιωτικοί. 1. Δημήτριος (; – 1771). Ζωγράφος και στρατιωτικός. Ήταν γιος του Παναγιώτη (βλ. 4.) και αδελφός του Νικόλαου (βλ.… … Dictionary of Greek
λαογραφία — Η επιστήμη που μελετά το σύνολο των εκδηλώσεων και των φαινομένων ενός λαϊκού πολιτισμού (ήθη, έθιμα, τέχνη, λογοτεχνία, υλικό βίο κ.ά.). Στη διεθνή ορολογία έχει επικρατήσει η αγγλική λέξη folkore (σύνθεση των λέξεων folk = λαός, και lore =… … Dictionary of Greek
στάση — η / στάσις, εως, ΝΜΑ 1. το να σταματά κάποιος ή κάτι, το να στέκεται ακίνητος, το σταμάτημα, η ακινησία (α. «στάση δέκα λεπτών» β. «οὐχ εὑρίσκει... στάσιν τῆς ἀναβάσεως», Γρηγ. Ναζ.) 2. άρνηση υπακοής στους νόμους ή στις αρχές, εξέγερση, ανταρσία … Dictionary of Greek
ακροβυστία ή ακροποσθία — Η άκρη του δέρματος του αντρικού μορίου, που καλύπτει τη βάλανο στη νηπιακή ηλικία. Στους Εβραίους (όπως και στους Αιγυπτίους και άλλους αρχαίους λαούς) συνηθίζονταν η περιτομή της α. ως είδος φυλετικής αναγνώρισης. Για τους ελληνίζοντες… … Dictionary of Greek
Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εβραϊκό Θεσσαλονίκης — Το Εβραϊκό Μουσείο Θεσσαλονίκης στην οδό Αγ. Μηνά 13 ιδρύθηκε για να τιμήσει την πλούσια και δημιουργική σεφραδίτικη κληρονομιά του πολιτισμού που αναπτύχθηκε στη Θεσσαλονίκη από τον 15ο αι. Μετά από την εκδίωξη τους από την Ισπανία από τους… … Dictionary of Greek